Γκέισα
Στα πλαίσια του Πολιτιστικού Καλοκαιριού 2006 και στην Δημοτική Πινακοθήκη η Λήδα Αλεξοπούλου παρουσιάζει τα έργα της. Έργα από ακρυλικά και μουσαμά, μολύβι και ακουαρέλα, σε ξύλο σε χαρτί, η τέχνη της μικτής τεχνικής που στα έργα της Αλεξοπούλου ξέρουν να σε ταξιδεύουν στην ‘Απω Ανατολή και σε άλλες εποχές.
Η Λήδα Διονυσία Αλεξοπούλου γεννήθηκε στην Αθήνα το 1972.
Το 1997 αποφοίτησε από το τμήμα Οργάνωσης και Διοίκησης Επιχειρήσεων του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών. Το 2004 αποφοίτησε με άριστα και έπαινο του ΙΚΥ από την Ανώτατη Σχολή Καλών Τεχνών της Αθήνας με γενική κατεύθυνση τη ζωγραφική και επιβλέποντα καθηγητή τον κ.Τρ.Πατρασκίδη. Παράλληλα παρακολούθησε το εργαστήριο γλυπτικής του κ.Θ.Παπαγιάννη και το εργαστήριο σκηνογραφίας του Γ.Ζιάκα.
Το χειμερινό εξάμηνο 2002-2003 φοίτησε με υποτροφία στη Σχολή Καλών Τεχνών Kunsthochschule Weissensee του Βερολίνου.
Ατομικές εκθέσεις :
Σεπτέμβριος 2006, “Γκέισα”, Δημοτική Πινακοθήκη Μυκόνου,
Αύγουστος – Σεπτέμβριος 2005, Ζωγραφική, Δημοτική Πινακοθήκη Αγίου Νικολάου Κρήτης,
Δεκέμβριος 2004-Ιανουάριος 2005, “Ένδυμα-Χώρος”, Γκάλερι Monohoro
Ομαδικές εκθέσεις :
Έκθεση αποφοίτων Α.Σ.Κ.Τ. 2004, Εργοστασίο Α.Σ.Κ.Τ.
Απρίλιος – Μάιος 2005, Έκθεση αριστούχων αποφοίτων Α.Σ.Κ.Τ. 2004, Μουσείο Μπενάκη, στα πλαίσια του προγράμματος χορηγιών της Eurobank.
Μάρτιος – Απρίλιος 2005, Ομαδική Έκθεση Ζωγραφικής και εγκαίνια του εργαστηρίου της Gallery+Lab στην περιοχή του Ψυρρή.
Οκτώβριος 2004, συμμετείχε και βραβεύτηκε με το πρώτο βραβείο έργου δύο διαστάσεων στον 10 Πανελλήνιο Διαγωνισμό Ζωγραφικής που οργάνωσε ο Πολιτιστικός Οργανισμός Αγίου Νικολάου Κρήτης.
Μάιος 2002 : Ομαδική κατασκευών, Γκαλερί 7
Οκτώβριος 2002 :
Ομαδική Έκθεση Ζωγραφικής στους Στρατώνες του Καποδίστρια στο Πνευματικό Κέντρο του Δήμου ʼργους.
1. 2. Biennale των φοιτητών των Σχολών Καλών Τεχνών Ελλάδος στο Ηράκλειο Κρήτης2001 : Συμμετείχε και βραβεύτηκε στον διαγωνισμό του ΗΣΑΠ για την εικαστική παρέμβαση στο χώρο του σταθμού του Πειραιά.
Για την ζωγράφο επίσης αναφέρεται το δημοσίευμα της Εύας Αλεξοπούλου :
“Το έργο της Λήδα Αλεξοπούλου διακατέχεται, μεταξύ άλλων, από τη διττότητα της ματιάς και των εκφραστικών της μέσων. Δεν ενδιαφέρεται για πειθαρχίες φόρμας, αλλά χρησιμοποιεί αριστοτεχνικά τη φόρμα ως εκφραστικό μέσο, ως πινέλο στον καμβά. Δεν μεριμνά για την ενότητα. Αν κοιτάξει κανείς τα έργα της ένα ένα, τόσο της τωρινής έκθεσης όσο και τα προηγούμενα, θα καταλάβει πως είναι αυτούσια και αυτοτελή, ωστόσο όλα τους θέλουν να πουν μια ιστορία που άρχισε με το πρώτο έργο και συνεχίζει χωρίς ακόμα να έχει μπει το τέλος.
Στη σειρά με τις γκέισες, η ζωγράφος γεμίζει το περίγραμμα με περιεχόμενο, χρησιμοποιεί χρώματα ζωηρά και τοποθετεί αυτούσια αντικείμενα που γίνονται τμήματα της σύνθεσης. Οι πίνακες αποκτούν αισθήσεις, καθώς οι μορφές διαθέτουν μάτια, μύτη, χείλη. Το βλέμμα τους είτε ψάχνει για συνένοχο είτε κοιτά τον θεατή, ο οποίος στέκεται για να αφουγκραστεί τους ψιθύρους τους. Ενοικούν σ’ έναν κόσμο μυστικό, παράλληλο με τον δικό μας, που παρουσία σ’ αυτόν έχουν μόνο άλαλες υπάρξεις (πουλιά, άλογα και δέντρα) και αντικείμενα (κιμονό, μελάνι, μουσικά όργανα). Η φιγούρα τοποθετείται συχνά σε χώρους δυσδιάστατους και σκοτεινούς, σε νύχτα που ευνοεί τα μυστικά, τις κρυφές συναντήσεις, αυτά που έχουν νόημα και είναι μεγαλειώδη και που το φως της μέρας τα πληγώνει γιατί είναι πολύτιμα κι ευαίσθητα, όπως τα περίτεχνα κεντήματα στα κιμονό των γκεισών.
Η καλλιτέχνης δεν στέκεται στην Γκέισα και την χώρα που τη δημιούργησε. Η ζωγραφική της παίρνει τον θεατή και μ’ έναν τρόπο μοναδικό, του προτείνει να χρησιμοποιήσει τις αισθήσεις του προκειμένου να αντιληφθεί την υποδιαίρεση του σύμπαντος σε εκατομμύρια τμήματα τα οποία κι αυτά υποδιαιρούνται σε άλλα τόσα αυτοτελή τμήματα. Τον κάνει να συνειδητοποιήσει τη στροφή του σύγχρονου ανθρώπου προς το μεγάλο, το απλοϊκό, το χυδαίο, που έχει προκύψει από την περιφρόνηση και ισοπέδωση των ιδιαιτεροτήτων και μοναδικών ελαχίστων που απαρτίζουν το σύνολο. Αποτελεί μια καταδίκη της παγκοσμιοποίησης, όπως εκφράζεται από τη σύγχρονη πρακτική, πολιτική, κοινωνική και εμπορική και αναπροσδιορίζει την ενότητα, το Ένα, που είναι Πολλά, το εξών συνετέθη υλικού του ανθρώπου.
Οι κοπέλες βρίσκουν συντροφιά ανάμεσα στον Ηνίοχο, τον Ερμή, την ‘Απω Ανατολή και την Κλασική Ελλάδα, μοιράζονται τα μυστικά τους. Είναι τα πρότυπα της ομορφιάς, γκέισες κι έφηβοι, η αίσθηση της ματαιότητας που προκαλεί κάτι τόσο όμορφο όταν χάνεται για πάντα, κι ανάμεσα να ελλοχεύει το χάσιμο της αθωότητας.
Τα έργα φωτίζουν, υπαινίσσονται και μετουσιώνουν το θαύμα στη ζωή και την τέχνη. Το ανοίκειο και ξένο που αντικρίζει ο θεατής βλέποντας τα έργα, μετατρέπεται γρήγορα σε μια σχέση εμπιστοσύνης, έχοντας αφεθεί στα χέρια αυτών των “μαγισσών”. Τα πολύπλοκα σχέδια των υφασμάτων, οι τελετές της καθημερινότητας τους, το ανεξιχνίαστο βλέμμα, τον μαγεύουν και τον παρασύρουν -όπως τα μάτια του Ηνίοχου- να ψάξει και στον εαυτό του για το αμόλυντο, το ταπεινό, το μεγαλειώδες, το ηδονικό, το τέλειο. Η μεταφορά στιγμών πνευματικής γαλήνης από τη μία, όπως η τελετή του τσαγιού, και στιγμών εκρηκτικής, από την άλλη, ενέργειας και πάθους, όπως η τιθάσευση του αλόγου, γίνονται αντιληπτές με υπαινιγμούς, το βασικότερο εκφραστικό μέσο των έργων.
Η ζωγράφος πραγματεύεται την διττότητα της ανθρώπινης ύπαρξης: οι γκέισες έχουν χάσει την ατομικότητα τους και μέσω παχιών στρωμάτων μακιγιάζ και μέτρων υφασμάτων ανάγονται σε τύπους ανθρώπων, ενώ οι θεατές βιώνοντας την παρουσία τους αναζητούν τη δική τους μοναδική ταυτότητα.
Γνωρίζοντας ότι η αλλαγή τρομάζει, κι ακόμα περισσότερο τρομάζει η απόφαση του ανθρώπου να αντιμετωπίσει την αλλαγή, ο θεατής μπορεί να αφήσει την τέχνη να λειτουργήσει πάνω του και να τον αποφορτίσει, να ξορκίσει τις αντιφάσεις του και να τον παρακινήσει με τη σειρά του να κάνει κι αυτός τη ζωή του τέχνη. Μόνο έτσι θα αποκατασταθεί η σχέση της καλλιτεχνικής έκφρασης με τον ίδιο τον άνθρωπο, και θα ανασυνταχθεί η ραχοκοκαλιά της ύπαρξης του”.
Η έκθεση συνεχίζεται μέχρι και την Πέμπτη 21 Σεπτεμβρίου 2006.